-
1 ορκος
ὅ тж. pl.1) клятва(ὅρκον ὀμνύναι Hom. и ποιεῖσθαι Xen.; ὅρκον τινὴ δοῦναι Eur. или ἀποδοῦναι NT.)
σὺν ὅρκῳ Hom. и ὅρκοις Aesch. — под клятвой, клятвенно;παρ΄ ὅρκον Pind. и παρὰ τοὺς ὅρκους Xen. — вопреки клятве;ὅρκον ὁρκοῦν τινα Thuc. — брать с кого-л. клятву;σὺν θεῶν ὅρκῳ λέγω! Xen. — клянусь в том богами!;ὅρκοι ἢ ἄλλαι ὁμολογίαι Plat. — клятвы или другие виды обязательств2) свидетель или порука клятвы(Στυγὸς ὕδωρ, ὅστε μέγιστος ὅ. πέλει θεοῖσιν Hom.): (τόδε σκῆπτρόν) τοι μέγας ἔσσεται ὅ.! Hom. клянусь тебе этим скиптром!
-
2 επιορκον
τό1) ложная клятва, клятвопреступлениеἐ. ὀμνύναι или ἐπομνύναι Hom., Hes., Arph. — давать ложную (тж. бесполезную Hom.) клятву
См. также в других словарях:
ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… … Dictionary of Greek
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek
JURAMENTUM — in iudiciis et actionrbus, apud omnes semper gentes, cum circalitigantes, tum circa testes, non exigui usûs fuit: Unde Arist. μετα θείας παραλήφεως φάσις ἀναποδεικτος, cum divina sibi assumptione Dictio non demonstrabilis, Rhetoric. ad Alex.c. 18 … Hofmann J. Lexicon universale